- μίξερ
- mixer
Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary). 2015.
Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary). 2015.
μίξερ — το ηλεκτρική συσκευή για ανάμιξη τροφίμων, αλλ. μίκτης. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. mixer < mix (< θ. μιξ τού μίγνυμι* / μείγνυμι, πρβλ. μίξη)] … Dictionary of Greek
αναμίκτης — ο [αναμειγνύω] τεχνολ. διάταξη, με την οποία επιτυγχάνεται η ανάμιξη διαφόρων υλικών μίξερ … Dictionary of Greek
μίκτης — και μείκτης, ο, θηλ. μίκτρια και μείκτρια 1. αυτός που αναμιγνύει, που ανακατεύει 2. ηλεκτρονική συσκευή πολλαπλής χρήσης για την παρασκευή διαφόρων φαγητών ή γλυκισμάτων, το μίξερ 3. (ραδιοηλεκτρ.) διάταξη που χρησιμοποιείται στους ραδιοφωνικούς … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Μουσική — ΑΡΧΑΙΑ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ Είναι γνωστό ότι η καταγωγική περιοχή της αρχαίας ελληνικής ποίησης βρίσκεται στις θρησκευτικές τελετουργίες. Ωστόσο, το κύριο σώμα της λυρικής ποίησης χαρακτηρίζεται από έναν ανεξάρτητο χαρακτήρα την εποχή κατά την οποία… … Dictionary of Greek
ηλεκτρικές οικιακές συσκευές — Συσκευές των οποίων η λειτουργία βασίζεται στον ηλεκτρισμό και οι οποίες αυτοματοποιούν σε μικρό ή μεγάλο βαθμό διάφορες οικιακές εργασίες. Οι η.ο.σ., λόγω της μεγάλης τους διάδοσης, έχουν δημιουργήσει μια ανθηρότατη βιομηχανία και κατέχουν… … Dictionary of Greek